-
1 ἐπι-καλέω
ἐπι-καλέω (s. καλέω), 1) herbeirufen; in tmesi, Hom. γέροντας ἐπὶ πλέονας καλέσαντες, Od. 7, 189, wie Ar. Lys. 1280 ἐπὶ δὲ κάλεσον Ἄρτεμιν; so ϑεόν, anrufen, Her. 2, 39; τινί, für Jem., 1, 199 u. Sp. Häufiger so im med., Λακεδαιμονίους ἐπεκαλοῦντο καὶ ἐπαμύνειν ἐκέλευον Thuc. 1, 101, öfter, wie Her., z. B. ἐπεκαλέοντο αὐτοὺς ἐπὶ γῆς ἀναδασμῷ 4, 159; βασιλέα ἐπὶ τὴν Ἑλλάδα 7, 6; ἐπικαλεόμενοί σφιν βοηϑέειν 5, 80, τινὰς συμμάχους, zu Bundesgenossen, 8, 64, wie τὸν Παιᾶνα μάρτυρα, zum Zeugen anrufen, Plat. Legg. II, 664 c; öfter ϑεοὺς ἐπικαλεῖσϑαι, die Götter anrufen, Tim. 27 c; ϑεοὺς ἐπεκαλεῖτο καϑορᾶν τὰ γιγνόμενα Xen. Hell. 2, 3, 23. – Auch = vorladen, von den Ephoren, Her. 5, 39. – An Jemand appelliren, sich auf ihn berufen, τοὺς δημάρχους Plut. Marcell. 2, τὸν δῆμον ἀπὸ τῶν δικαστῶν Tib. Gr. 16. – 2) zurufen, bes. benennen, mit einem Beinamen versehen, ἐπεκλήϑησαν Κεκροπίδαι Her. 8, 44; Σαϊτικὸς ἐπικαλούμενος νομός Plat. Tim. 21 b; ὄνομα ὕμνοι ἐπεκαλοῦντο Legg. III, 700 b; Xen. u. A. – Dah. τί τινι, Einem Etwas vorwerfen, Ar. Pax 663; οὐκ ἐπικαλῶ ἑκόντα ἀποκτεῖναι Antiph. 3 α 1; im pass., ibd. β 5; ἐπικαλέσαντες τοῦ πολέμου σφίσιν αἰτίους εἶναι Thuc. 2, 27; τὴν ἀπόστασιν ὅτι ἐποιήσαντο 3, 36; ὅσα ἂν ἕτερος ἑτέρῳ ἐπικαλῇ Plat. Legg. VI, 761 e; öfter bei den Rednern; – τὰ ἐπικαλούμενα, die Vorwürfe, Isocr. 11, 44; τὰ ἐπικαλεύμενα χρήματα, die Schätze, wegen deren Einer angeklagt wird, Her. 2, 118.
См. также в других словарях:
επικαλώ — (AM ἐπικαλῶ, έω) μέσ. επικαλούμαι 1. κάνω έκκληση σε κάτι («σύνεσιν καὶ παιδείαν ἐπικαλούμενον», Δημοσθ.) 2. προσκαλώ ως μάρτυρες 3. παθ. παίρνω παρατσούκλι («Ἀριστόδημον τὸν μικρὸν ἐπικαλούμενον», Ξεν.) 4. (μέσ., στον αρχ. και ενεργ.) καλώ σε… … Dictionary of Greek